- καύχηση
- η (Α καύχησις) [καυχώμαι]1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καύχηση — η το να καυχιέται κανείς: Αυτό δεν είναι θέμα για καύχηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυχήσῃ — καυχήσηι , καύχησις boasting fem dat sg (epic) καυχάομαι speak loud aor subj mp 2nd sg (attic ionic) καυχάομαι speak loud fut ind mp 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθαλοκομπία — αἰθαλοκομπία, η (Μ) αδικαιολόγητη καύχηση, κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη + κόμπος «κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
αλαζόνευμα — το (Α ἀλαζόνευμα) [ἀλαζονεύομαι] 1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση 2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια … Dictionary of Greek
αύχη — αὔχη, η (Α) καύχηση, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχώ ( έω) «καυχιέμαι, περηφανεύομαι), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
αύχησις — αὔχησις, η (Α) [αυχώ] καύχηση, κομπασμός … Dictionary of Greek
γλωσσοκηλόκομπος — γλωσσοκηλόκομπος, ον (Μ) αυτός που θέλγει ή καταπραΰνει τους άλλους με κομπαστική γλώσσα, με περιαυτολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κηλώ «μαγεύω, θέλγω, τέρπω» + κόμπος «καύχηση, κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
ευρεσικομπία — εὑρεσικομπία, ἡ (Α) η επινόηση επιδεικτικής φράσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
καυχηματικός — καυχηματικός, ή, όν (Α) [καύχημα] ο γεμάτος καύχηση, κομπασμό. επίρρ... καυχηματικῶς (Α) με κομπασμό … Dictionary of Greek